-
1 πλάκα
η1) (каменная) плита; доска;αναμνηστική πλάκα — мемориальная доска;
η πλάκα τού τάφου — могильная плита;
τυπογραφική πλάκα — наборная доска;
2) плитка (в разн. знач); брикет;μιά πλάκα σαπούνι — брусок, кусок мыла;
μιά πλάκα σοκολάτα(ς) — плитка шоколада;
3) грифельная доска;4) пластина; пластинка (в разн. знач); планка;μετάλλινη πλάκα — металлическая пластинка, бляха;
λεία πλάκα — металлическая планка;
φωτογραφική πλάκα — фотопластинка;
πλάκα γραμμοφώνου — грампластинка;
πλάκα του ρολογιού — циферблат;
5) перен. развлечение;§ έχει πλάκα — он забавный
-
2 циферблат
-
3 циферблат
циферблатм ἡ πλακά τοῦ ρολογιοῦ. -
4 циферблат
[τσυφιρμπλάτ] ουσ. α. πλάκα του ρολογιού -
5 циферблат
[τσυφιρμπλάτ] ουσ. α. πλάκα του ρολογιού -
6 циферблат
[τσυφιρμπλάτ] ουσ α πλάκα του ρολογιού -
7 циферблат
[τσυφιρμπλάτ] ουσ α πλάκα του ρολογιού -
8 циферблат
-а α.η πλάκα του ρολογιού.
См. также в других словарях:
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
ωροδείκτης — και ωροδείχτης, ο, Ν η βελόνη στην πλάκα τού ρολογιού η οποία δείχνει τις ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ώρα + δείκτης (< δεικνύω). Ο τ. ωροδείκτης μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα] … Dictionary of Greek
ωροδείκτης — ο η βελόνα πάνω στην πλάκα του ρολογιού που δείχνει τις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Τήνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου ιδρύθηκε το 1960, με τη φροντίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Βρίσκεται στη Χώρα, στο δρόμο που οδηγεί στο ναό της Παναγίας. Αξίζει τον κόπο να το συμπεριλάβετε στην περιήγησή σας στην πόλη, αφού εδώ θα δείτε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ρεθύμνου — Το εκκλησιαστικό μουσείο του Ρεθύμνου εγκαινιάστηκε το 1994 στα γραφεία του μητροπολιτικού Ναού της πόλης Τα εισόδια της Θεοτόκου (Τομπάζη 69). Η συλλογή του αποτελείται από εξήντα τέσσερα αντικείμενα του 19ου και 20ού αι., τα περισσότερα εκ των… … Dictionary of Greek
Αέρηδες — Το αρχαίο υδραυλικό ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στο τέρμα της οδού Αιόλου, στην Αθήνα. Το ρολόι κατασκευάστηκε τον 1o αι. π.Χ. από λευκό μάρμαρο σε σχήμα οκταγωνικού πύργου. Ο πύργος έχει ύψος 12,80 μ. και διάμετρο 7,95 μ., ενώ το πλάτος της… … Dictionary of Greek
δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… … Dictionary of Greek